ἀβαθής

ἀβαθής
ἀβᾰθής, ές, ([etym.] βάθος)
A not deep,

φάλαγξ Arr.Tact.5.6

; in single rank, ἡ ἐφ' ἑνὸς ἀ. τάξις ib.17.5,

ἕλκεα Aret.SA1.9

, Gal.11.127.
2 Geom., without depth,

ἐπιφάνεια S.E.P.3.43

, cf. Simp.in Ph.572.25.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀβαθής — not deep masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβαθής — ές (Α ἀβαθής, ές) [βάθος] ο χωρίς μεγάλο βάθος, ρηχός νεοελλ. αυτός που δεν έχει βάθος σκέψης, επιπόλαιος, κούφος. αβαθή, τα (κν. ρηχά νερά) όρος τής ναυτιλίας και τής υδρογραφίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι ανωμαλίες τού πυθμένα τής… …   Dictionary of Greek

  • ἀβαθῆ — ἀβαθής not deep neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀβαθής not deep masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀβαθής not deep masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβαθεῖ — ἀβαθής not deep masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀβαθής not deep masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβαθεῖς — ἀβαθής not deep masc/fem acc pl ἀβαθής not deep masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβαθές — ἀβαθής not deep masc/fem voc sg ἀβαθής not deep neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεσολογγίου, λιμνοθάλασσα — Αβαθής λιμνοθάλασσα (100.000 στρέμματα), η σημαντικότερη από αυτές που σχηματίζονται λόγω των προσχώσεων των ποταμών Εύηνου και Αχελώου. Η ονομασία της κατά την αρχαιότητα ήταν Κυνία. Παλαιότερα στην περιοχή της λιμνοθάλασσας βρίσκονταν οι… …   Dictionary of Greek

  • ἀβαθοῦς — ἀβαθής not deep masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβαθέσιν — ἀβαθής not deep masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβαθῶν — ἀβαθής not deep masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλήνη — η (Α γλήνη) 1. αβαθής κοιλότητα άρθρωσης 2. η κόρη τού ματιού αρχ. 1. το μάτι 2. το μικρό είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού ματιού 3. κούκλα, παιδικό παιχνίδι φρ., «ἔρρε, κακὴ γλήνη» χάσου, παλιοκόριτσο). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γλήνη, γλήνος αποτελούν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”